κοσμοειδῆ

κοσμοειδῆ
κοσμοειδής
like the celestial globe
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κοσμοειδής
like the celestial globe
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κοσμοειδής
like the celestial globe
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοειδής — ές (Α κοσμοειδής, ές) νεοελλ. φρ. «κοσμοειδή λέπια» ζωολ. λέπια χαρακτηριστικά πρωτόγονων ψαριών, που ανήκουν στους δίπνευστους ή στους κροσσοπτερύγιους ιχθύς, οι οποίοι έχουν πλέον εκλείψει εκτός από τον κοιλάκανθο αρχ. όμοιος με κόσμο, δηλ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”